ΟΙ ΟΦΕΙΛΕΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ Α’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ

Μέχρι και σήμερα παραβλέπουμε το γεγονός ότι η Γερμανία μας οφείλει χρήματα ακόμη και από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στο Συνέδριο του Λονδίνου το 1921 καθορίσθηκε το ποσό των γερμανικών αποζημιώσεων προς όλες τις χώρες στα 132 δις χρυσά μάρκα.
Η Ελλάδα έπρεπε να λάβει το 0,40 των συνολικών γερμανικών επανορθώσεων, δηλ. 528 εκατομμύρια χρυσά μάρκα.


Η Γερμανία πλήρωσε τελικά μόνο 20 δισ. χρυσά μάρκα παρά τη παγκόσμια γενική οικονομική αστάθεια της εποχής και την εναντίωση του γερμανικού πληθυσμού προς την αποπληρωμή, γιατι οι Γερμανοί πίστευαν οτι το επιβληθέν στη χώρα τους χρέος ήταν άδικο.
Είναι γεγονός οτι το βάρος των πολεμικών αποζημιώσεων απο τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες για τη γερμανική οικονομία.

Κι αυτό γιατί παρά το αυταπόδεικτο της αδυναμίας της γερμανικής οικονομίας να εξυπηρετήσει το χρέος, οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης συνέχιζαν να απαιτούν την εξ’ ολοκλήρου αποπληρωμή των πολεμικών αποζημιώσεων, καθώς απο τη μία πλευρά λειτουργούσαν εκδικητικά, ενώ απο την άλλη και αυτές με την σειρά τους χρωστούσαν σημαντικά κεφάλαια στις ΗΠΑ, λόγω των δανείων που είχαν λάβει απο την Αμερική κατα τη διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων.

Η πίεση λοιπόν των νικητριών χωρών προς την Γερμανία υπήρξε το “άλλοθι” της ναζιστικής επιχειρηματολογίας για την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933.

Λόγω λοιπόν της άσχημης διεθνούς συγκυρίας το 1924 συνήλθε η Διάσκεψη του Λονδίνου, καρπός της οποίας ήταν το Σχέδιο Ντωζ για τις γερμανικές επανορθώσεις, που όμως αγνοήθηκε.
Το 1929, δέκα χρόνια από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, είχαν δημιουργηθεί τέτοιες διεθνείς συνθήκες, που εκμηδένιζαν κάθε εξαναγκασμό της Γερμανίας για πληρωμή των επανορθώσεων.

Εκπονήθηκε νέο σχέδιο (Σχέδιο Γιούγκ — 1929) με πολύ ευεργετικούς όρους για τη Γερμανία: έτσι καταργηθηκε η διαδικασία ελέγχου, αδρανοποιήθηκε η Επιτροπή Επανορθώσεων και ορίσθηκε από 17-5-1930 να χρησιμοποιηθεί ένα νέο σύστημα πληρωμών.

Για την ιστορία σημειώνεται ότι, σύμφωνα με το Σχέδιο Γιούγκ, η Ελλάς θα έπρεπε να πάρει απο τις γερμανικές επανορθώσεις το συνολικό ποσό των 102.000.000 γερμανικών μάρκων απο το 1931 εώς το 1980.

Ηρθε, όμως, η παγκόσμια οικονομική κρίση των ετών 1929-1932 που δημιούργησε μεγάλα προβλήματα στις οικονομίες των περισσοτέρων χωρών — και ιδιαίτερα της Γερμανίας — και η καταβολή των επανορθώσεων εμφανίσθηκε σχεδόν αδύνατη.

Η Γερμανία ζητούσε με κάθε τρόπο την επιβολή χρεοστασίου. Στο αίτημα αυτό οι πιστώτριες της χώρες ζητούσαν να συμψηφιστούν οι απαιτήσεις τους με οφειλές που είχαν προς τις Η.Π.Α και αντιστοιχούσαν σε χρέη που δημιούργησαν κατά τον πόλεμo.
To 1931 λοιπόν Αμερικανοί επιχειρηματίες που είχαν δημιουργήσει οικονομικά συμφέροντα στη Γερμανία ανέλαβαν την πρωτοβουλία να πιέσουν τον τότε Πρόερδο των ΗΠΑ Χούβερ για να αναστείλει τη γενική πληρωμή των χρεών της Γερμανίας για ένα χρόνο. Στην πίεση αυτή το καλοκαίρι του 1931 ο Πρόεδρος Χούβερ προθυμοποιήθηκε να χαρίσει τα πολεμικά χρέη που όφειλαν στις ΗΠΑ οι σύμμαχες ευρωπαικές χώρες με τον όρο να απαλλάξουν και αυτές με τη σειρά τους τη Γερμανία απο τη καταβολή των αποζημιώσεων, κάτι που τελικά επιτεύχθηκε, ως συμφωνία.

Σκοπός αυτής της κίνησης ήταν προσχηματικά να ενισχυθεί και να υποστηριχθεί η εύθραυστη Δημοκρατία της Βαϊμάρης αλλά στην πραγματικότητα με την απόφαση αυτή το θέμα της καταβολής των γερμανικών επανορθώσεων απο τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οδηγείτο σε ενταφιασμό.

Ένας ενταφιασμός που ολοκληρώθηκε στη Διάσκεψη της Λωζάνης το 1932, οπου η Γερμανία δήλωσε ρητά οτι δεν μπορεί να καταβάλλει επανορθώσεις, αν δεν σημειωνόταν γενική οικονομική ανάκαμψη και τότε έτυχε της υποστήριξης των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Ιταλίας.

Την ταφόπετρα, ωστόσο, των γερμανικών επανορθώσεων έθεσε ο Χίτλερ, ο οποίος ήδη εδω και χρόνια καλλιεργούσε το μίσος των Γερμανών ενάντια στις νικήτριες δυνάμεις καθώς με τον “πύρινο” λόγο του απέδιδε σε αυτές την αποκλειστική ευθύνη για τα δεινά, τη κακοδαιμονία και τα πάσης φύσεως οικονομικά προβλήματα της Γερμανίας.

Με πρόσφατη την εμπιστοσύνη των συμπολιτών του ο Χίτλερ το 1933 κατήγγειλε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών στο σύνολό της και φυσικά τον όρο εκείνο που αφορούσε στην καταβολή πολεμικών επανορθώσεων (δηλ. έξοδα του Κράτους για τη διεξαγωγή του πολέμου, ζημιές που υπέστη το Κράτος, ζημίες που υπέστησαν οι πολίτες του Κράτους- νικητή) σε όλες τις νικήτριες δυνάμεις.

Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν η Γερμανία να ξεφύγει απο την πληρωμή αποζημιώσεων και ευφυώς διέθεσε όλα τα κεφάλαια, που όφειλε να δώσει στους δικαιούχους, για την πολεμική προπαρασκευή της ενόψει του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου.

ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

Στην Β΄Συνδιάσκεψη της Χάγης, το 1907, έλαβαν μέρος 44 κράτη, τα οποία υιοθέτησαν 13 συμβάσεις και μία διακήρυξη, κωδικοποιώντας στην ουσία εθιμικούς κανόνες πολέμου. Η σημαντικότερη των συμβάσεων που υιοθετήθηκαν στη Χάγη είναι η τέταρτη, η οποία συνοδεύθηκε από τον «Κανονισμό των Νόμων και Εθίμων του Πολέμου στην Ξηρά». Η τέταρτη σύμβαση χρησιμοποιήθηκε και ως νομολογιακό σημείο αναφοράς και από το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης και όλα τα μεταγενέστερα δικαστήρια που δίκασαν εγκληματίες πολέμου και εξέτασαν και τα όσα διαδραματίστηκαν στην Ελλάδα.

Αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι στη σύμβαση αυτή διευκρινίστηκαν για πρώτη φορά οι εθιμικοί κανόνες που όριζαν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των παρτιζάνων και των λεγομένων combatants, εκείνων δηλαδή των οποίων η πολεμική πρακτική διαφοροποιείτο από εκείνη του τακτικού στρατού. Ήδη με το άρθρο I της Συνθήκης τίθενται τέτοιου είδους περιορισμοί στους εμπολέμους, που στην ουσία απαγορεύουν την πολεμική πρακτική των παρτιζάνων.

Το Πολεμικό Δίκαιο που προσδιόριζε, δηλαδή, το στάτους του νόμιμου μαχητή κατά τη διάρκεια και του Πρώτου και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ακύρωνε στην ουσία το δικαίωμα αντίστασης των κατεχόμενων απέναντι στους κατακτητές.
Η ανεπάρκειά του έγινε διακριτή μετά το τέλος τους, όταν οι λαοί άρχισαν να καταμετρούν τις ανθρώπινες απώλειές τους και να επιζητούν δικαίωση. Για τον λόγο αυτόν το στάτους του νόμιμου μαχητή συμπληρώθηκε δραστικά από τις Συμβάσεις της Γενεύης του 1949. Τέσσερα κράτη του μετέπειτα ΝΑΤΟ, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία και η Τουρκία, δεν υπέγραψαν τη Σύμβαση της Χάγης το 1907, αλλά υπέγραψαν την προγενέστερη της, εκείνη του 1899, με τους ίδιους όρους.


Όσον αφορά τους αμάχους, το μόνο που αναφέρεται στο άρθρο 25 είναι ότι «απαγορεύεται η προσβολή ή ο βομβαρδισμός ανυπεράσπιστων πόλεων, χωριών, κατοικιών ή κτηρίων» και στο άρθρο 28 ότι «απαγορεύεται η λεηλασία πόλεως ή τόπου έστω και αν έχουν κυριευθεί κατόπιν εφόδου». Πρόκειται στην ουσία για στοιχειώδεις αναφορές με αοριστολογικό περιεχόμενο, το οποίο αφήνει περιθώρια για εξαιρετικά ελαστική ερμηνεία. Βέβαια πρέπει να αναφερθεί ότι ως τότε λίγες ήσαν οι φορές που άμαχοι εμπλέκονταν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στις εχθροπραξίες, αφού συνήθως οι μάχες διεξάγονταν στα πεδία των συγκρούσεων, μακριά από κατοικημένες περιοχές.

Οι διατάξεις που αφορούσαν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του κατακτητή είναι μεν περισσότερες, ιδιαίτερα αντιφατικές μεταξύ τους όμως ως προς τα αποτελέσματα που θα μπορούσαν να έχουν για τον κατακτημένο πληθυσμό και την οικονομία της κατακτημένης χώρας. Βάσει αυτών απαγορεύεται ρητά η λεηλασία, αλλα ορίζεται οτι ο κατακτητής δύναται να κατάσχει φορους, διόδια, εισφορές, κεφάλαια και άλλες αξίες, εφόσον ομως αυτές πρόκειται να διατεθούν για τη συντήρηση της διοίκησης, την οποία όμως πρέπει να ασκεί με λειτουργικο τροπο όπως και η προ της κατάκτησης κυβέρνηση.

Η κατάσχεση ιδιωτικής περιουσίας απαγορεύεται ρητως και σε περίπτωση που για έκτακτους λόγους αυτο συμβεί, πρέπει κατά τη συνομολόγιση ειρήνης να διακανονιστεί και αποζημίωση για τις κατασχέσεις αυτές. Υπό καθεστώς απαγόρευσης τίθενται τέλος όλες οι καταστροφές ιστορικών μνημείων, έργων τέχνης και συναφών ιδρυμάτων.
Αναφορικά με το θέμα των αντιποίνων τώρα, μπορεί κανείς και στην περίπτωση αυτή να προβάλει τον ισχυρισμό οτι δεν υφίστανται σαφείς απαγορεύσεις στο δικαίωμα ή μη της χρήσης τους. Η μόνη αξιοσημείωτη συμπλήρωση στο Δίκαιο του Πολέμου πραγματοποιήθηκε το 1929 με τη σύμβαση της Γενεύης “περί αιχμαλώτων πολέμου”, στην οποία προστέθηκε για πρωτη φορά η απαγόρευση των αντιποίνων κατά των αιχμαλώτων πολέμου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΧΑΓΗΣ : ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

Α΄Πως φθάσαμε στη δίκη

• ΑΓΩΓΗ συγγενών 218 θυμάτων της σφαγής του Διστόμου Βοιωτίας το 1944.
• Η αποζημίωση αφορούσε τόσο την ηθική ικανοποίηση των συγγενών όσο και την αποκατάσταση των καταστροφών που προκλήθηκαν στα περιουσιακά στοιχεία των ελληνικών οικογενειών.
• Επικύρωση της ιστορικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λειβαδιάς του 1997 για την επιδίκαση 9,5 δισ. δραχμών σε βάρος του Γερμανικού Δημοσίου.
• ΑΡΝΗΣΗ του Υπουργού Δικαιοσύνης να επιτρέψει την κατάσχεση γερμανικών περιουσιακών στοιχείων επι του ελληνικού εδάφους.
• Απόφαση της 17-9-2002 του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκαν τελεσίδικα οι ελληνικές αγωγές των συγγενών των θυμάτων του Διστόμου και ταυτόχρονα αναγνωρίσθηκε οτι το Γερμανικό Δημόσιο νομίμως επικαλείται “την αρχή της ετεροδικίας”.
• Έκδοση αρνητικών δικαστικών αποφάσεων επι των προσφυγών που κατέθεσαν οι Έλληνες ενάγοντες απο το Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης (προσφυγή Ελλήνων κατα Γερμανίας) όσο και απο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (προσφυγή Ελλήνων κατα Ελλάδος).
• Εκτέλεση της απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λειβαδιάς στην Ιταλία και πλήρης δικαίωση των Ελλήνων δικαιούχων σε όλα τα Δικαστήρια της Ιταλίας.
Κατόπιν όλων αυτών η Γερμανία αναγκάσθηκε το 2008 να προσφύγει κατα της Ιταλίας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης διεκδικώντας την ετεροδικία του Γερμανικού Κράτους ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων.
Στη δικαστική διαμάχη μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας στη Χάγη δεν είχαν δικαίωμα να παρέμβουν οι Έλληνες συγγενείς των θυμάτων αλλά παρενέβη το Ελληνικό Δημόσιο υποστηρίζοντας την ιταλική επιχειρηματολογία.
Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αποδέχθηκε το ελληνικό αίτημα με Διάταξη του στις 4/7/2011 και η Ελλάδα συμμετείχε στην προφορική διαδικασία στις 14/9/2011.
Στις 3-2-3012 το Δικαστήριο δικαίωσε την προσφυγή της Γερμανίας εναντίον της Ιταλίας τόσο σε σχέση με τις ιταλικές όσο και σε σχέση με της ελληνικές αγωγές.

Β΄ Επιχειρήματα γερμανικής πλευράς.

• Η Γερμανία έχει καταβάλλει τεράστια ποσά σε αποζημιώσεις είτε στο πλαίσιο συνθηκών είτε μέσω διμερών συμφωνιών με διάφορες χώρες.
• Η Γερμανία έχει καταβάλλει στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαικής Ένωσης σημαντική βοήθεια στην Ελλάδα, η οποία θα έπρεπε να συμψηφισθεί με τις όποιες τυχόν ανεκπλήρωτες οφειλές της.
• Η εφαρμογή της αρχής της ετεροδικίας της Γερμανίας ενώπιον των ιταλικών και των ελληνικών δικαστηρίων.
• Η παραγραφή των αξιώσεων κατα της Γερμανίας
• Η αποδυνάμωση της αξίωσης των Ελλήνων και Ιταλών εναγόντων.

Γ΄ Κριτική επι της απόφασης.

• Η απόφαση δεν ασχολήθηκε με τη διεθνή ευθύνη της Γερμανίας και με την υποχρέωση επανόρθωσης των θυμάτων που αυτή δημιούργησε αλλά κυρίως εστίασε το αιτητικό της στο ζήτημα της ετεροδικίας του Γερμανικού Κράτους στην Ιταλία.
• Η υπόθεση του Διστόμου και γενικότερα των γερμανικών επανορθώσεων στην Ελλάδα δεν ήταν αντικείμενο της δίκης.
• Η απόφαση αυτή ήταν ατυχής για το Διεθνές Δίκαιο, άτολμη, αναιτιολόγητη, οπισθοδρομική και εν γένει απογοητευτική.

Δ΄Επόμενα βήματα.

• Κατ’ αρχάς η Ελλάδα δεν έχασε το αυτοτελές δικαίωμα της αξίωσης επανόρθωσης απο τη Γερμανία.
• Με βάση την απόφαση καλούνται η Γερμανία και η Ιταλία να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις προκειμένου να υπάρξει αποτελεσματική επανόρθωση των θυμάτων.
• Η απόφαση αποτελεί μια θετική εξέλιξη σε μια μακρά διαδικασία για τη διεκδίκηση των επανορθώσεων και γι αυτό η Ελλάδα πρέπει να επανατοποθετηθεί στο θέμα σε διεθνές επίπεδο.
• Η Ελληνική Κυβέρνηση πρέπει να προβάλλει εκ νέου την Ρηματική Διακοίνωση του 1995, δηλ. μια επιστολή που επέδωσε ο τότε Έλληνας Πρέσβης στη Βιέννη Ιωάννης Βουρλόγιαννης – Τσαγγαρίδης προς τη Γερμανική Κυβέρνηση, με την οποία έθεσε για πρώτη φορά μετα το 1990 , δηλ την Ένωση των δύο Γερμανιών (Συμφωνία 2+4) το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου.

Με την επιστολή αυτή προσκλήθηκε η Γερμανία σε σειρά διαπραγματεύσεων με την Ελλάδα, πλην όμως η Γερμανική Κυβέρνηση ούτε απάντησε ποτέ στην επιστολή αυτή ούτε βέβαια προσήλθε ποτέ στο τραπέζι των συζητήσεων για τα θέματα αυτα.
• Αναφορικά με τον αποτελεσματικό τρόπο της αναγκαστικής εκέλεσης κατά της Γερμανίας έκαστος ενάγων δικαιούται, μετα την εξάντληση των ενδίκων μέσων που προβλέπονται απο την εσωτερική νομοθεσία, στη συγκεκριμένη περίπτωση της διεκδίκησης πολεμικών αποζημιώσεων, να ασκήσει προσφυγή ενώπιον των δικαστικών οργάνων του Συμβουλίου της Ευρώπης (αρθ. 26 της Ευρωπαικής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1950), δεδομένου οτι το δικαίωμα επι της αποζημιώσεως λειτουργεί – προκειμένου περί υλικών ζημιών- ως υποκατάστατο του προσβληθέντος δικαιώματος της ιδιοκτησίας, που προστατεύεται απο το Πρόσθετο Πρωτόκολλο υπ’ αριθμ 1 της παραπάνω Σύμβασης, το οποίο έχει υπογραφεί στο Παρίσι, στις 20 Μαρτίου 1952.

• Τέλος, όπως έχω αναφερθεί και στο παρελθόν και σε αυτο επιμένω, μετα την έκδοση οριστικής, τελεσίδικης και αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, είτε εθνικού είτε διεθνούς δικαστηρίου, υφίσταται η δυνατότητα της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, δηλ η κατάσχεση στα ευρωπαικά θεσμικά όργανα, των επιδοτήσεων που δικαιούται η Γερμανία και δεν έχει λάβει ακόμη κατα τον χρόνο έκδοσης της απόφασης.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις